κρεμάμενος

κρεμάμενος
κρεμάννυμι
hramjan
pres part mp masc nom sg
κρεμά̱μενος , κρεμάννυμι
hramjan
fut part mid masc nom sg (attic epic doric aeolic)
κρεμά̱μενος , κρεμάω
hramjan
pres part mp masc nom sg (doric aeolic)
κρεμά̱μενος , κρεμάζω
hramjan
fut part mid masc nom sg (doric aeolic)

Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.

Игры ⚽ Поможем сделать НИР

Look at other dictionaries:

  • -άμενος — Γλωσσ. κατάληξη μεσοπαθητικών μετοχών τής νέας Ελληνικής. Οι μετοχές σε άμενος τής νέας Ελληνικής αποτελούν αναλογικούς σχηματισμούς κατά το πρότυπο μεταγενέστερων τύπων μετοχής (παράβαλε τύπο μετοχής γενάμενος < μεταγενέστερο τύπο αορίστου… …   Dictionary of Greek

  • κρεμάμενα — τα τα εξάρτια τού πλοίου. [ΕΤΥΜΟΛ. Ουσιαστικοποιημένος τ. τού ουδ. πληθ. τής μτχ. ενεστ. κρεμάμενος η ο(ν) τού ρ. κρέμαμαι] …   Dictionary of Greek

  • κρεμώ — και κρεμάζω και κρεμνώ, μέσ. παθ. κρεμώμαι και κρέμομαι και κρέμο(υ)μαι και κρεμ(ν)ιέμαι (AM κρεμῶ, άω και κρεμνῶ, άω και κρεμάζω, μέσ. παθ. κρέμομαι, Α και κρεμάννυμι και κρεμαννύω, επικ. τ. κρεμόω, Μ και κρεμμῶ, μέσ. παθ. κρέμομαι και κρέμουμαι …   Dictionary of Greek

  • ψηλοκρεμάμενος — η, ο, Ν αυτός που κρέμεται από ψηλά. [ΕΤΥΜΟΛ. < ψηλός + κρεμάμενος*] …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”